- ἀναλδαίνω
- ἀν-αλδαίνω, hervorwachsen, gedeihen lassen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αναλδαίνω — ἀναλδαίνω (Α) (για καρπούς) τρέφω, αυξάνω, αναπτύσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ἀλδαίνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀναλδής] … Dictionary of Greek
αναλδής — ἀναλδής, ές (Α) [ἀναλδαίνω] 1. (για καρπούς) αυτός που δεν αυξάνεται, δεν αναπτύσσεται κανονικά, ατροφικός 2. (για άνδρα) άγονος, άκαρπος … Dictionary of Greek